ἀσταφίς

ἀσταφίς
ἀσταφίς, -ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: `dried grapes, raisins' (Hdt.); σταφὶς ἀγρία `stavesacre, Delphinium Staphisagria' (Hp.), s. André, Lex. s.v. pedicularia herba.
Other forms: Also ὀσταφίς (Cratin.), σταφίς (Hp.)
Derivatives: σταφίδιος and σταφιδίτης (οἶνος; Hp. resp. Orib.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like κεδρίς, κεφαλίς and other parts or products of plants. The stem recalls σταφυλή `grapes'. A typical substr. word, with prothesis and variation α\/ο (though the form without initial vowel may be a late loss).
Page in Frisk: 1,169-170

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ασταφίς — ἀσταφίς και ὀσταφίς και σταφίς, η (Α) 1. η σταφίδα 2. το κρασί που παρασκευάζεται από σταφίδα, ο σταφιδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλοι τ. οσταφίς (σπάνιος) και σταφίς (Ιπποκρ., θεόκρ.) από τους οποίους ο τ. ασταφίς (Ιων.… …   Dictionary of Greek

  • ἀσταφίς — dried grapes fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταφίδα — ἀσταφίς dried grapes fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταφίδας — ἀσταφίς dried grapes fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταφίδες — ἀσταφίς dried grapes fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταφίδι — ἀσταφίς dried grapes fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταφίδος — ἀσταφίς dried grapes fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταφίδων — ἀσταφίς dried grapes fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταφίσι — ἀσταφίς dried grapes fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταφίσιν — ἀσταφίς dried grapes fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφίδα — Ο αποξηραμένος μαύρος καρπός της σταφιδαμπέλου, αλλά και η ίδια η σταφιδάμπελος, όπως επίσης και το κτήμα που φέρει φυτεία σταφιδαμπέλου. Ασταφίς και σταφίς ήταν όροι με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν κάθε αποξηραμένη σταφυλή. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”